- διπλασιάζω
- (AM διπλασιάζω) [διπλάσιος]1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ»)αρχ.1. επαναλαμβάνω μετρική φράση2. παίρνω διπλάσια αξία, διπλάσιο μέγεθος3. γραμμ. αναδιπλασιάζω, σχηματίζω με αναδιπλασιασμό τους συντελικούς χρόνους4. (για καρπούς) γίνομαι διπλάσιος σε μέγεθος σε σχέση με κάποιον άλλο.
Dictionary of Greek. 2013.