διπλασιάζω

διπλασιάζω
(AM διπλασιάζω) [διπλάσιος]
1. αυξάνω κάτι στο διπλάσιο, κάνω κάτι διπλό
2. γραμμ. επαναλαμβάνω σύμφωνο («τα ρήματα που αρχίζουν από ρ όταν παίρνουν συλλαβική αύξηση διπλασιάζουν το ρ»)
αρχ.
1. επαναλαμβάνω μετρική φράση
2. παίρνω διπλάσια αξία, διπλάσιο μέγεθος
3. γραμμ. αναδιπλασιάζω, σχηματίζω με αναδιπλασιασμό τους συντελικούς χρόνους
4. (για καρπούς) γίνομαι διπλάσιος σε μέγεθος σε σχέση με κάποιον άλλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διπλασιάζω — double pres subj act 1st sg διπλασιάζω double pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάζω — διπλασιάζω, διπλασίασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • διπλασιάζω — διπλασίασα, διπλασιάστηκα, διπλασιασμένος, κάνω κάτι δύο φορές περισσότερο ή μεγαλύτερο: Έχω διπλασιάσει τις προσπάθειες για να πετύχω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδιπλασιασμένα — διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδιπλασιασμένᾱ , διπλασιάζω double perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιάζετε — διπλασιάζω double pres imperat act 2nd pl διπλασιάζω double pres ind act 2nd pl διπλασιάζω double imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιπλασιασμένον — διπλασιάζω double perf part mp masc acc sg διπλασιάζω double perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δεδιπλασίακε — διπλασιάζω double perf imperat act 2nd sg διπλασιάζω double perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζομένων — διπλασιάζω double pres part mp fem gen pl διπλασιάζω double pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζόμενον — διπλασιάζω double pres part mp masc acc sg διπλασιάζω double pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διπλασιαζόντων — διπλασιάζω double pres part act masc/neut gen pl διπλασιάζω double pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”